- εκπλειστηρίασμα
- το, -ατοςη αξία του πράγματος που πουλήθηκε με πλειστηριασμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκπλειστηρίασμα — το 1. η αξία αντικειμένου που εκποιήθηκε σε πλειστηριασμό 2. χρηματικό ποσό το οποίο καταβάλλει ο υπερθερματιστής … Dictionary of Greek
υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… … Dictionary of Greek